αναδένω

αναδένω
(αόρ. ανέδεσα) μετ.
1) подвязывать, привязывать; 2) повязывать; перевязывать; подпоясывать; 3) подвешивать;

§ αναδένω ιστίο мор. — прикреплять парус к рее;

αναδένω πλοίο мор. — пришвартовываться к судну (для буксирования)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναδένω" в других словарях:

  • αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • επαναδέω — ἐπαναδέω (Μ) αναδένω κάτι εκ νέου …   Dictionary of Greek

  • παραμπυκίζω — ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Α μσν. παθ. παραμπυκίζομαι έχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον* αρχ. δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμπυξ, υκος «διάδημα» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»